Ο καιρός

O καιρός σήμερα

Μερικά από Πόρτο Ράφτη

Μερικά από Λέχαιο

Η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι το '49

Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει επιβάλλει πια την δύναμη του, λίγο πολύ σε όλους μας, είτε θετικά είτε αρνητικά, είτε δηλαδή το παραδεχόμαστε είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που  μας κάνει ν αντιδρούμε δικαιολογημένα σ αυτήν και ν αμφιβάλλουμε για την μελλοντική ποιοτική  εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια, παίρνω σ α ν  δ ε δ ο μ ε ν ο  την ποιοτική του αξία).
Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μ ο δ α. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωσε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δυο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις Λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος κι ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονταν στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα?
Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση κι ακόμη, ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτής της περιόδου μόδας-ας την πούμε-ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν και έλθουν στην φυσική τους θέση. Το ίδιο πρέπει – νομίζω- να περιμένουμε και για τα ρεμπέτικα.
Γιατί θάναι κάπως ανόητο, αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος πάει ν αντικαταστήσει το ταγκό. Οι Λαϊκοί τούτοι ρυθμοί, έχουν κάτι π ι ο  π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο, απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες-άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται και επικρατεί στις Λαϊκές τάξεις.
Το να θελήσει, λοιπόν, κανείς ν’αγνοήσει τ η ν  π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α  και μάλιστα του τόπου του, μόνο κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτειασιδώματα υγείας, τραγουδάει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.
Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μεταίωρα. Τα μεταίωρα αυτά προβλήματα δημιουργούνε περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα ξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στην  φιλοσοφία. Και στην τέχνη ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ ανθρώπου.
Ο τόπος μας επί πλέον ακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, έναν πόλεμο μ’επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω από αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες, την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας. Π α ρ θ ε ν ι κ η  Γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής, δεν ήσαν ικανά ούτε για να την ωριμάσουν ούτε και για ν αφήσουν περιθώριο να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.
Φανταστείτε λοιπόν όλη αυτή, την στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα, ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μου. Η ζωτικότητα καίγεται η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από δω πηγάζει η θεματολογία του.
Επαναλαμβάνω. Ένας ανικανοποίητος, μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα, και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιοδήποτε τεχνικό μέσον, που η χρησιμοποίηση του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.
Το ρεμπέτικο, κατορθώνει με μιαν θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει τον λόγο, τη μουσική και την κίνηση. από την σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ ένστιχτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν εχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. Η παρουσία του είναι έντονη ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος, που περισσότερο τα χαρακτηρίζει μια χάρη και μια νησιώτικη αλαφράδα.
Παράδειγμα φέρνω αν θυμάστε, κάπως παλιότερα, το «Παρ τη βάρκα στο λιμάνι – κάτω στο Πασαλιμανι» καθώς και τον γνωστότατο «Ανδρέα Ζέπο». Και τα δυο έχουν πολύ έντονα πάνω τους, την σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού.
Εδώ, εχει χάσει ολότελα την αρχική ρυθμική του αγωγή κι εχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεχτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμών με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο, θάναι  εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού, που να μη την δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματος του. Σα χορός είναι ο δυσκολότερος κι ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
Ο χασάπικος, βασίζεται πάνω στον ρυθμό των 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται – δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσαρες πολλές φορές – έρχεται σαν μια προέχταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μια κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Ο Ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, σύγχρονος ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος εχει αφομοιώσει μια καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ’αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας την μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση η καλλίτερα την προέχταση του βυζαντινού μέλους.
Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ΄ακόμη παρατηρώντας, τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία.

πίσω στην «Φιλολογία του ρεμπέτικου«

Share

Φιλολογία του ρεμπέτικου

Κείμενο του Ντίνου Χριστιανόπουλου απο το βιβλίο «Με τέχνη και με πάθος»

Αρχικά η φιλολογία γύρω από το ρεμπέτικο είχε ένα χαρακτήρα δημοσιογραφικό (ιεραποστολικό ή λιβελογραφικό). Μόνο μετά το 1968, που βγήκαν τα «Ρεμπέτικα τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου – βιβλίο οριακό -, έχουμε σοβαρότερες μελέτες.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αυλαία ανοίγει τον Φεβρουάριο του 1949 με τη γνωστή διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι, στην οποία έπαιξαν και οι ορχήστρες Βαμβακάρη και Τσιτσάνη. Το κείμενο της ομιλίας αυτής δε δημοσιεύτηκε ποτέ, και τα λίγα αποσπάσματα που γνωρίζουμε δε λένε πολλά πράγματα. Πάντως, με τη διάλεξη αυτή ο Χατζιδάκις επέβαλε το ρεμπέτικο στους αστούς.
Το 1951 η Σοφία Σπανούδη δημοσίευσε στα «Νέα» τη γνωστή της επιφυλλίδα για τον Τσιτσάνη, που ισοδυναμούσε με την παραδοχή του ρεμπέτικου απ’ τους ανθρώπους των ωδείων. Τέλος, το 1954 έκανα κι εγώ τη διάλεξη για τη μορφή της μάνας στα ρεμπέτικα (συνοδευόμενη με τραγούδια από παλιούς δίσκους), που, όσο κι αν ήταν πρωτόλεια, έκανε γνωστό, για πρώτη φορά, το ρεμπέτικο στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης.
Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν μερικές δημόσιες συζητήσεις των αριστερών. Το 1947 έγινε στον «Ριζοσπάστη» μια μεγάλη καμπάνια, στην οποία πήρε μέρος ο μετριοπαθής Φοίβος Ανωγειανάκης, ενώ ο Αλέκος Ξένος υποστήριξε ότι το ρεμπέτικο είναι φρούτο της αστικής παρακμής και πρέπει να χτυπηθεί από την προοδευτική παράταξη. Με αφορμή τη διάλεξη του Χατζιδάκι, άνοιξε μια δεύτερη συζήτηση, στα «Ελεύθερα Γράμματα», το 1949, όπου, μεταξύ άλλων, δημοσιεύτηκε και ένα κείμενο του Β. Παπαδημητρίου, που επαναλάμβανε τις θέσεις του Ξένου.
Οι συζητήσεις αυτές αναζωπυρώθηκαν το 1961, με αφορμή τον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη. Τότε η «Επιθεώρηση Τέχνης» έκανε μια μεγάλη καμπάνια για το «λαϊκό τραγούδι» -είναι η εποχή που το ρεμπέτικο και το λαϊκό αρχίζουν να μπερδεύονται στην κοινή αντίληψη-, όπου πήραν μέρος Θεοδωράκης, Ανωγειανάκης, Βουρνάς, Ξένος, Β. Παπαδημητρίου.
Οι τρείς πρώτοι υπέρ, οι άλλοι δύο αμετακίνητοι στη γνωστή τους αντίδραση. Ανάλογη καμπάνια έκανε την ίδια χρονιά και η «Αυγή», όπου απάντησαν και μη αριστεροί μουσικοί και μουσικολόγοι (Μανώλης Καλομοίρης, Δέσποινα Μαζαράκη κ.ά.). Αποτέλεσμα: όπως ο Χατζιδάκις επέβαλε το ρεμπέτικο στους αστούς, έτσι και ο Θεοδωράκης επέβαλε το ρεμπέτικο στους αριστερούς, υπογραμμίζοντας τον μεταβολισμό του σε λαϊκό τραγούδι.
Το 1961 παρουσίασα κι εγώ το μικρό δοκίμιο «Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού», μαζί με μια μικρή ανθολογία, ενώ το 1968 ο Ηλίας Πετρόπουλος εξέδωσε το μεγάλο βιβλίο του για τα ρεμπέτικα με εκτενή εισαγωγή και ανθολογία περίπου εξακοσίων τραγουδιών. Οι δύο αυτές εκδόσεις αποτέλεσαν τη μέχρι τότε συμβολή της Θεσσαλονίκης στη μελέτη και διάδοση του ρεμπέτικου.
Παράλληλα με τις σποραδικές εκδηλώσεις αποδοχής και αγάπης του ρεμπέτικου -που προέρχονταν κυρίως από μερικούς λογοτέχνες, καλλιτέχνες και δημοσιογράφους-, πυκνές υπήρξαν οι επιθέσεις εναντίον του, ακόμη και πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Εχθρική στάση κράτησαν οι εθνικιστές και οι κυβερνήσεις (προπάντων ο Μεταξάς το 1937 και μετριοπαθέστερα η κυβέρνηση Τσαλδάρη το 1947, που το απαγόρευσαν και το καταδίωξαν) θεωρώντας το στίγμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.
Οι θρησκευτικές οργανώσεις και γενικότερα η εκκλησία, που το αντιμετώπισαν ως ανήθικο. Οι φανατικοί κομμουνιστές (μεταξύ τους κι ο Βάρναλης, αν και ταβερνόβιος), που το απέρριπταν ως έκφραση της αστικής σαπίλας και παρακμής. Μια μερίδα του αστικού τύπου, που εξέφραζε τις προκαταλήψεις και τον καθωσπρεπισμό της καλής κοινωνίας.
Οι λάτρεις του δημοτικού τραγουδιού (κυρίως δημοδιδάσκαλοι και επαρχιώτες λόγιοι). Οι άνθρωποι των ωδείων, που το έβλεπαν με υποτροπιασμό και περιφρόνηση. Οι λαογράφοι των πανεπιστημίων, που το θεωρούσαν εξάμβλωμα του λαϊκού μας πολιτισμού, και πολύς λαουτζίκος ευνουχισμένος από τα ελαφρά τραγούδια.
Μετά το 1968 έχουμε μια αρκετά σοβαρότερη αντιμετώπιση. Τυπώνονται τώρα μερικές αυτοβιογραφίες ή συνεντεύξεις βασικών προσώπων του ρεμμπέτικου (του Βαμβακάρη το 1973, του Τσιτσάνη το 1979, του Παπαϊωάννου το 1982, της Εσκενάζη την ίδια χρονιά), καθώς και η τετράτομη ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, με εκτενή βιογραφικά σημειώματα για τους συνθέτες (1977-1979).
Παράλληλα εκδίδονται και δημοσιεύονται αξιόλογες έρευνες και μελέτες, όπως: «Η μουσική των ρεμπέτικων» του Γιάννη Παπαϊωάννου (στο «Χρονικό» της «Ώρας», 1973), «Greek Dances» του Ted Petrides (1975, αργότερα και σε ελληνική μετάφραση), «Rebetika» της Katherine Butterworth (συλλογή δοκιμίων και ανθολογία, 1975), «Road to rembetika» της Gail Holst (μελέτη και ανθολογία (1975), αργότερα και σε ελληνική μετάφραση), «Η κοινωνιολογία του ρεμπέτικου» του Στάθη Δαμιανάκου (1976), «Η ψυχοπαθολογία του ρεμπέτικου» του Νίκου Παπαγιάννη (στον «Πολίτη» το 1977), «Δημοσιεύματα για τα ρεμπέτικα (1947-1968)» του Ντίνου Χριστιανόπουλου (στη «Διαγώνιο», 1979), «Η δισκογραφία του ρεμπέτικου στη Σμύρνη και την Πόλη πριν το 1922″ των Παν. Κουνάδη και Σπ. Παπαϊωάννου (στο περιοδικό «Μουσική», 1981) κ.α.π.
Τα τελευταία χρόνια ο εκδοτικός αυτός ρυθμός επιτείνεται, αποκτώντας ακόμη μεγαλύτερη ποιότητα: το ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο γίνεται πιο ουσιαστικό.

Share

Γ' περίοδος (1942 - 1955)

…     (απόσπασμα απο το βιβλίο της Μαρίας Κωνσταντινίδου «Κοινωνιολογική ιστορία του ρεμπέτικου»)

Εν τω μεταξύ, δηλαδή το 1947, άρχισε ο εμφύλιος. Οι αντάρτες που πολεμούσαν το φασισμό βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο μέτωπα: από τη μια οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι που δεν θέλανε να πάρουν μέρος οι αριστεροί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, και από την άλλη η ηγεσία του Κουμμουνιστικού Κόμματος, που δεν δεχόταν με τους δυτικούς καμία συνδιαλαγή επί του θέματος.
Έτσι περίπου άρχισε ο εμφύλιος 1947-1949 που έφερε άλλη τόση μιζέρια και δυστυχία στη χώρα με τις διώξεις των αριστερών που ακολούθησαν και τις εξορίες στα ξερονήσια. Πολλές οικογένειες είχαν δικούς τους και στα δύο μέτωπα και το τραγούδι της πόλης, που ήταν πια λαϊκό, συνέχιζε να εκφράζει έμμεσα τα γεγονότα και τις κοινωνικές αλλαγές και άμεσα την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου στον ελλαδικό χώρο, βγαλμένη μέσα από φίλτρα ειρωνίας, πάθους και ηδονισμού.
Η δεκαετία το ΄50 έφερε ένα ανέβασμα στο επίπεδο ζωής όλης της χώρας. Τα καινούρια ρεμπέτικα τραγούδια έχουν ακόμα τα ίδια εξωτερικά χαρακτηριστικά με τα τραγούδια της προηγούμενης δεκαετίας αλλά διατηρούν ελάχιστα στοιχεία αυθορμητισμού και ιδιαιτερότητας του πρώτου καιρού. Οι μάγκες ουσιαστικά δεν υπάρχουν πια και τα θέματα των τραγουδιών αναφέρονται σ΄αυτούς με νοσταλγία και αίσθημα, σαν ένα κάλεσμα στον κόσμο τους που είναι ένα είδος σύγχρονου μύθου ή θρύλου στον μοντέρνο κόσμο. Οι άνθρωποι προσπαθούν να διασώσουν την ανάμνησή τους στην καθημερινή ζωή, να καταλάβουν τη συμπεριφορά τους, τον τρόπο τους να βλέπουν τη ζωή, προσπαθούν να αφομοιώσουν τον κόσμο τους.
Από την άλλη μεριά, ιδιαίτερη αίσθηση έχουν προκαλέσει οι μεγάλες ορχήστρες της τζαζ στην Αμερική, πράγμα που επηρεάζει τη σύνθεση της ρεμπέτικης κομπανίας (ορχήστρας) και τον διάκοσμο στα κέντρα-εστιατόρια-ταβέρνες. Τον καιρό που ο Τσιτσάνης με την Μαρίκα Νίνου μεσουρανούν στου Τζίμη του Χοντρού και σε άλλες ταβέρνες εμφανίζεται και ο Μανώλης Χιώτης, που είχε αρχίσει να παίζει πριν τον πόλεμο και έγινε ιδιαίτερα γνωστός, δημοφιλής, μετά το 1950, από τότε που επέστρεψε από την Αμερική.
Ήταν και αυτός ένας καταπληκτικός μουσικός και σολίστας και σημάδεψε τη δεκαετία του ΄50 καθιερώνοντας καινούριους ρυθμούς, προσθέτοντας στο μπουζούκι ένα τέταρτο ζευγάρι χορδές και αλλάζοντας, καλώς ή κακώς, το κούρντισμά του, σε τρόπο ώστε αυτό να μπορεί να σολάρει και να παίζει συγχορδίες όπως η κιθάρα. Δίπλα του, μούσα και εκπληκτική ερμηνεύτρια των τραγουδιών του, η Μαίρη Λίντα.
Συγχρόνως το μπουζούκι γίνεται ηλεκτρικό για να ενταθεί ο ήχος του και να μπορεί να γεμίσει, να ακούγεται στις μεγάλες αίθουσες των κέντρων. Τα τραγούδια αλλάζουν ονομασία, λέγονται «αρχοντορεμπέτικα«, τα μπουζούκια της ορχήστρας αυξάνονται σε οκτώ ή δέκα και συνοδεύονται τώρα και από τα ντραμς, που πολλές φορές αλλοιώνουν την ουσία του μουσικού ακούσματος. Παρ΄όλον το νεοπλουτισμό που επικρατεί αυτήν την εποχή, έχουν γραφτεί πολλά αξιόλογα τραγούδια.
Η αύξηση των πωλήσεων δίσκων, που ακολούθησε όλα τα παραπάνω που αναφέραμε, προκάλεσε και τη σύνθεση τραγουδιών για καθαρά εμπορικούς-καταναλωτικούς σκοπούς, πράγμα που συνέβαλε στην υποβάθμιση της ποιότητας του ήχου, του μουσικού κλίματος και του στίχου των τραγουδιών. Οι παλιοί οργανοπαίχτες του ρεμπέτικου, που δεν θέλησαν να πάρουν μέρος στο καινούριο κλίμα έτσι όπως είχε διαμορφωθεί, ή που δεν κατάφερναν να προσαρμοστούν σ΄αυτό, επέμεναν να παίζουν στα λίγα κέντρα σε παλιό στυλ – που είχαν παραμείνει άθικτα – και στα οποία δεν  πήγαινε πια πολύς κόσμος. Και κατάφερναν μόλις να βγάλουν το καθημερινό.
Τα juke-box και τα πικάπ, στις ταβέρνες που ήταν στις λαϊκές συνοικίες, αντικατέστησαν τους οργανοπαίκτες και τις μουσικές κομπανίες. Ο κόσμος, πλέον, πήγαινε εκεί πρώτα για να φάει και να πιει και μετά για ν΄ακούσει μουσική, η οποία δεν είχε την αμεσότητα της ζωντανής εκτέλεσης.
Όλα αυτά συμπληρώνουν το καδράρισμα μέσα στο οποίο η ποιότητα της μουσικής σύνθεσης του λαϊκού τραγουδιού, βγαλμένη απ΄τους ίδιους τους ανθρώπους, είχε υποβιβαστεί για πάντα. Σ΄όλο το κοινωνικό σύνολο αναπτύσσεται σιγά σιγά μια αλλαγή αξιών κατω από την άμεση επίδραση της Δύσης, την πίεση από τις δυτικόπληκτες κυβερνήσεις και την αλλαγή του επιπέδου της ζωής, ενώ αυξάνεται ο ρυθμός προς τη βιομηχανική ανάπτηξη (που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ) και την κοινώνια της κατανάλωσης.
Τα κυριαρχούμενα κατώτερα κοινωνικά στρώματα καταλαμβάνονται από μικροαστικές αξίες και ξεχνούν τις δικές τους. Οι καινούριες κοινωνικές συνθήκες επηρρεάζουν και τους μουσικούς που άρχισαν να ενδιαφέρονται για το πόσο θα πληρωθούν και όχι για την ποιότητα της μουσικής και των τραγουδιών που έπαιζαν.
Θάλεγα ότι το πιο θλιβερό γεγονός στην ανάπτυξη και εξέλιξη του ρεμπέτικου είναι ότι αυτό σταμάτησε ενώ ήταν ακόμα στη ζωή ένα ικανός αριθμός σπουδαίων δημιουργών του (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Τσαουσάκης, Στράτος, Βαμβακάρης, Μπέλλου, Κερομύτης, Παπαγιαννοπούλου και άλλοι), που μπορούσαν να το προωθήσουν ακόμα περισσότερο και να βρουν καινούριες δημιουργίες, καινούριους ρυθμούς και τραγούδια που να εκφράζουν τις νέες κοινωνικές συνθήκες.

πίσω στην (Β’ περίοδο 1932-1942)

Share

Β' περίοδος (1932 - 1942)

…     (απόσπασμα απο το βιβλίο της Μαρίας Κωνσταντινίδου «Κοινωνιολογική ιστορία του ρεμπέτικου»)

Στα επόμενα χρόνια ηχογραφήθηκαν στην Αθήνα και άλλοι δίσκοι με τραγούδια του πρώτου ρεμπέτικου από τις δισκογραφικές εταιρείες ODEON, HIS MASTER’S VOICE, COLUMBIA και όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο αυτό το είδος τραγουδιού γινόταν αγαπητό από όλο και πιο πολλούς ανθρώπους, νέους και παλιούς κατοίκους των πόλεων – αστικών κέντρων, βγαίνοντας από το περιθωριοποιημένο γκέτο του τεκέ για να φτάσει σ΄όλες τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, όπως επίσης της Πάτρας, του Βόλου, της Καβάλας, που ήταν κι αυτά κέντρα-λιμάνια αλλά πολύ μικρότερα από τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη.
Σαν συνέπεια όλης αυτής της δημοτικότητας, προτάθηκε το 1943 στο Μάρκο Βαμβακάρη και την κομπανία του, που την αποτελούσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Γιώργος Μπάτης και ο Ανέστης Δελιάς, να παίξουν σε μια ταβέρνα όπου από τότε άρχισε να μαζεύεται πολύς κόσμος που είχε διάθεση να τους ακούσει για να διασκεδάσει, να χορέψει και να τραγουδήσει. Πολλοί απ΄αυτούς τους είχαν ακούσει μόνο από τα γραμμόφωνα. Ήταν η δεκαετία 1930-1940.
Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας επεκράτησε το είδος του ρεμπέτικου τραγουδιού σε αντίθεση με την προηγούμενη δεκαετία που επικρατούσε το Σμυρνέικο. Όμως αυτό τώρα είναι αρκετά επηρεασμένο από το είδος του τραγουδιού των προσφύγων και από τον τρόπο εκτέλεσής του και είναι αυτό το τραγούδι της πόλης και αυτοί οι άνθρωποι που άνοιξαν το δρόμο, ώστε να αγαπήσει το περιθωριακό-ρεμπέτικο τραγούδι όλος ο κόσμος. Σ΄αυτή τη δεκαετία 1930-1940, τα καφέ-αμάν και οι ταβέρνες λειτουργούσαν παράλληλα, καθώς συνέχισε η δημοτικότητα και των δύο ειδών τραγουδιού.
Πολλές φορές τα ίδια τραγούδια τα τραγουδούσαν και με τους δύο τρόπους στους δύο διαφορετικούς χώρους, δηλαδή την ταβέρνα και το καφέ-αμάν. Το είδος του λαϊκού τραγουδιού της πόλης που λεγόταν ρεμπέτικο παιζόταν στις ταβέρνες το 1930-1940 από μουσικές κομπανίες που αποτελούνταν από δύο ή τρία μπουζούκια, ένα μπαγλαμαδάκι, μια κιθάρα και συχνά ένα ακορντεόν. Ενώ τα πολίτικα και σμυρνέικα τραγούδια παίζονται στα καφέ-αμάν από μουσικές κομπανίες που αποτελούνταν από ένα σαντούρι, ένα ή δύο βιολιά, ένα ούτι, ένα ντέφι και ένα τουμπελέκι. Πολλές φορές η κομπανία αυτή περιλάμβανε και ένα κανονάκι.
Βασικό ρόλο στην κομπανία έπαιζαν οι δύο αρτίστες,από τις οποίες η μία τραγουδούσε και η άλλη χόρευε. Συνήθως δε, παίζανε και ντέφι. Σιγά-σιγά στα καφέ-αμάν άρχισαν να τραγουδάνε και ρεμπέτικα, μετά την πρώτη, ανταγωνιστική περίοδο ανάμεσα στα δύο είδη σμυρνέικο-ρεμπέτικο, και στις ταβέρνες άρχισαν να τραγουδάνε σμυρνέικο, όπου και για πρώτη φορά σε ρεμπέτικη μουσική κομπανία παίρνουν μέρος και γυναίκες.
Αυτό έφερε κάποιο διαφορετικό ρυθμό στο ρεμπέτικο, μαζί με το  γεγονός του κοινωνικού ανοίγματος που έκανε αυτός ο χώρος. Εμφανίζονται και τραγούδια κάπως πιο χαρούμενα, σε ανατολίτικο χαβά, και εδώ βέβαια αναφερόμαστε στον καρσιλαμά, που είναι καθαρά επίδραση μικρασιατικών και πολίτικων ρυθμών.
Σπουδαιότεροι μουσικοί και οργανοπαίχτες της δεκαετίας του 1930-1940, εκτός από αυτούς που αναφέραμε προηγουμένως – που εξακολουθούσαν να είναι δημοφιλείς – ήταν οι: Βαμβακάρης, Δελιάς, Στράτος Παγιουμτζής, Μπάτης, Μπαγιαντέρας, Χατζηχρήστος, Περιστέρης, Παπαϊωάννου, Μάθεσης, Γενίτσαρης, Κερομύτης, Γιοβάν Τσαούς, Σκριβάνος και, από γυναίκες, η Στέλλα Χασκήλ, η Γεωργακοπούλου, η Μπέλλου και η Σεβάς Χανούμ.
Εν τω μεταξύ τα πράγματα αλλάζουνε ακόμα μια φορά στα μέσα αυτής της δεκαετίας, δηλαδή το 1936, με τη δικτατορία του  Μεταξά. Άρχισαν οι διώξεις για το χασίσι, κλείσανε τους τεκέδες, και διώκονταν, βέβαια, και οι ρεμπέτες που είχαν άμεση σχέση με όλα αυτά-δεν τους επέτρεπαν πια να παίζουν. Συγκεκριμένα, τον Βαμβακάρη τον υποχρέωσαν να κλείσει την ταβέρνα που είχε  ανοίξει, στην οποία έπαιζε ο ίδιος με την κομπανία του. Εκτός απ΄αυτό άρχισε και η λογοκρισία των τραγουδιών, που επρόκειτο να γραφούν σε δίσκους, επειδή τα θέματά τους αναφέρονταν στη φυλακή, στο χασίσι και στη ζωή αυτών που κάπνιζαν.
Αναγκάστηκαν,λοιπόν,οι μουσικοί-ρεμπέτες να φύγουν από την Αθήνα και τον Πειραιά και να πάνε στην επαρχία, και κυρίως στη Σαλονίκη, όπου η κατάσταση ήταν πιο ήρεμη. Αυτό συνέβαινε γιατί στον αρχηγό της Αστυνομίας της Σαλονίκης, Βασίλη Μουσχουντή, άρεσε πολύ το ρεμπέτικο κι έτσι άφηνε ήσυχους τους οργανοπαίχτες να λένε τα τραγούδια τους και να ευχαριστιούνται και αυτοί και ο κόσμος που τους άκουγε. Ο Βασίλης Μουσχουντής, που ήταν πολύ αγαπητός στους ρεμπέτες και στον κόσμο τους, έγινε μάλιστα και κουμπάρος του Τσιτσάνη, η μουσική και τα τραγούδια του οποίου καθόρισαν τα χρόνια που ακολούθησαν από το 1940 και μετά.
Όπως είπαμε, οι μουσικές κομπανίες εκτός από τη Θεσσαλονίκη έκαναν τουρνέ γενικά σ΄όλη την επαρχία: Ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου. Από το 1936 και μετά τα θέματα των τραγουδιών άλλαξαν αναγκαστικά από τη λογοκρισία.
Μιλούν για την αγάπη, τη ζήλεια, την ξενητιά, τη φτώχια, το κρασί, την ταβέρνα, τη ζωή στους συνοικισμούς του αστικού κέντρου και εκτός αυτού τα ταξίμια, δηλαδή τα οργανικά μέρη του τραγουδιού, γίνονται πολύ μικρά, από την αρχή της εγγραφής των τραγουδιών σε δίσκους, γιατί η διάρκεια σ΄ένα δίσκο 78 στροφών από τη μια πλεύρα ήταν μόλις 3 λεπτά. Αυτό επηρέασε τη φόρμα των τραγουδιών και ακόμη περιόρισε στο ελάχιστο τους αυτοσχεδιασμούς και τα τραγούδια, που φτιάχνονται σε μια στιγμή έμπνευσης και επικοινωνίας της παρέας. Σ΄αυτό είχε μεγάλη επίδραση και ο επαγγελματισμός, που άρχισε να δημιουργείται στους μουσικούς που παίζανε στα κέντρα.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής, τα περισσότερα κέντρα κλείσανε. Στα λίγα που μείνανε ανοικτά οι οργανοπαίκτες συνέχισαν να παίζουν με διαφορετικό κοινό και ωράριο. Συχνά παίζανε μόνο το μεσημέρι ή μόνο ώς τις 11 το βράδυ, γιατί οι Γερμανοί απαγόρευαν τα πάντα μετά τις 11, για το γεγονός ότι τα εγγλέζικα αεροπλάνα μπορούσαν να έρθουν και να βομβαρδίσουν βλέποντας τα βραδινά φώτα. Όσοι σύχναζαν σ΄αυτά τα κέντρα ήταν μαυραγορίτες, υπόκοσμος, συνεργάτες των Γερμανών, Γερμανοί αξιωματικοί, γυναίκες που εκδίδονταν για χρήματα ή άνθρωποι πού ΄καναν σαμποτάζ στους Γερμανούς ή αντάρτες που κατέβαιναν από το βουνό για να συνεννοηθούν μ΄αυτούς που δρούσαν στην πόλη.
Έτσι οι μουσικοί του ρεμπέτικου, παίζοντας κατά την περίοδο 1940-45, μπόρεσαν να επιβιώσουν και να βοηθήσουν και πολύν άλλον κόσμο που δεν είχε μπουκιά να βάλει στο στόμα του. Αυτό, βέβαια, δεν συνέβη μ΄όλους. Πολλοί από τους οργανοπαίχτες πέθαναν από πείνα ή από αρρώστιες κατά τη διάρκεια της κατοχής, όπως είχε συμβεί και σε πολύν κόσμο.
Κατά την περίοδο 1940-45 σημειώθηκε μια μεγάλη αλλαγή στο μουσικό στυλ, στην αισθητική και στο ρυθμό του ρεμπέτικου. Λίγο πριν από τον πόλεμο είχαν εμφανιστεί τα πρώτα σημάδια κορεσμού από τον παλιό τρόπο έκφρασης των τραγουδιών της πόλης, όπως είχαν εμφανιστεί και τα πρώτα σημάδια που σημείωναν μια κάποια διαφοροποίηση.
Χαρακτηριστικές-βασικές φιγούρες αυτών ήταν ο Βαμβακάρης και ο Τσιτσάνης. Ο τελευταίος κατά τη μεταξύ 1940-45 καθιέρωσε τα τραγούδια της νέας περιόδου του ρεμπέτικου (το πρώτο τραγούδι το έγραψε γύρω στο 1937) που είχαν γίνει ήδη πολύ δημοφιλή πριν ξαναρχίσουν οι ηχογραφήσεις, οι εγγραφές σε δίσκους, το 1946. Αντίθετα, ο Βαμβακάρης, αν και είχε και ο ίδιος τραγούδια της εποχής της κατοχής και τα είχε τραγουδήσει σε κέντρα, βρήκε δυσκολίες από τις εταιρίες μετά το 1946 να τα ηχογραφήσει, γιατί ο δικός του τρόπος έκφρασης δεν ανταποκρινόταν στην καινούρια εποχή που ξεπήδησε μετά τον πόλεμο. Και βρήκε επίσης και δυσκολίες για να δουλέψει σε κέντρα. Αναγκάστηκε να κάνει τουρνέ στην επαρχία και να τραγουδήσει και τραγούδια, όχι μόνο δικά του, αλλά και του Τσιτσάνη για να επιβιώσει, για να μην πεθάνει της πείνας.

…  (Γ’ περίοδος 1942-1955)

πίσω στη (Α’ περίοδο 1922-1932)

Share

Α' περίοδος (1922 - 1932)

Σε πολλές ταβέρνες και κρασοπουλιά προστέθηκε το πάλκο κάτω από την επίδραση των καφέ-αμάν όπου τραγουδούσαν και παίζανε οι μουσικές κομπανίες.
Στη δεκαετία που ακολούθησε το 1922 έχουμε τις πρώτες εγγραφές δίσκων στην Ελλάδα. Αλλά ώς το 1931 δεν ήταν ακόμη οργανωμένα τα στούντιο για ηχογραφήσεις. Ώς εκείνη την επόχη περίπου, οι ηχογραφήσεις γίνονταν σε δύο μεγάλες αίθουσες γνωστών μεγάρων που το ένα απ΄αυτά ήταν ξενοδοχείο. Επίσης όλα τα μηχανήματα, οι ειδικοί και οι τεχνικοί για τις ηχογραφήσεις έρχονταν κάθε φορά από την Αγγλία, όπου γίνονταν επίσης και οι τελευταίες διεργασίες για μια τελειότητα ήχου, ανάλογα βέβαια με τα τεχνικά μέσα της εποχής εκείνης.
Τα τραγούδια που εγγράφονταν σε δίσκους την πρώτη δεκαετία που ακολούθησε μετά το 1922 ήταν φερμένα από τη Μικρά Ασία,ή ήταν τραγούδια δημιουργημένα στην ελλάδα από τους πρόσφυγες οργανοπαίκτες και μουσικούς.
Με τους πρώτους δίσκους βγαίνουν από την ανωνυμία οι πρώτοι μουσικοί του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων. Πολύ συχνά, όμως, συμβαίνουν παρεξηγήσεις σχετικά με τα ονόματα των δημιουργών των τραγουδιών, γιατί οι πιο γνωστοί απ΄αυτούς αγόραζαν πολλές φορές τραγούδια από άλλους για ένα κομμάτι ψωμί και τα ηχογραφούσαν με τ΄όνομά τους.
Έτσι έβγαζαν πολύ περισσότερα από την αξία της αγοράς του τραγουδιού. Μπήκε λοιπόν στη δημιουργία του τραγουδιού και στην ιδιαιτερότητά του  το πρώτο σημείο φθοράς, ψευτιάς και επαγγελματισμού. Αν και ακόμα αυτά τα σημάδια δεν μπορούσαν να επιδράσουν και να εμποδίσουν την ποιότητα, τη λαϊκότητα και την ιδιορρυθμία-πρωτοτυπία (originalita) αυτών των τραγουδιών. Μουσικοί και τραγουδιστές πολύ γνωστοί και αγαπητοί εκείνης της εποχής ήταν: Ο Πωλ Εϊργίδης, ο Δραγάτσης, ο Μαρίνος, ο Καρύπης, ο Τούντας, ο Σκαρβέλης, ο Λορέτζος, ο Σέμψης ή Σαλονικιός, ο Τομπούλης, ο Ογδοντάκης, ο Νούρος, ο Αραπάκης, ο Ρούκουνας, ο Στελλάκης Περπινιάδης και, από γυναίκες, τρεις διάσημες τραγουδίστριες ήταν η Μαρίκα η πολίτισσα ή Παπαγκίκα, η Ρίτα Αμπατζή και η Ρόζα Εσκενάζι.
Εν τω μεταξύ, έφταναν στην Ελλάδα δίσκοι- από τα τραγούδια των πόλεων – ηχογραφημένοι στην Αμερική. Το1933 μάλιστα είχε φτάσει ένας δίσκος που είχε μεγάλη επιτυχία. Οι διευθυντές της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA στην Αθήνα δεν μπορούσαν να καταλάβουν το λόγο αυτής της επιτυχίας, όπως και το μουσικό όργανο που κυριαρχούσε στη μουσική εκτέλεση αυτού του δίσκου.
Προσπαθώντας να κατανοήσουν όλη την  ιδιαιτερότητα αυτού του δίσκου των 78 στροφών (από τη μια μεριά είχε ένα σόλο και από την άλλη ένα τραγούδι), κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είχε έναν διαφορετικό μουσικό ήχο που δεν υπήρχε στους άλλους δίσκους-που είχαν φτιάξει μέχρι τότε. Αυτός ο ήχος προερχόταν από το μουσικό όργανο με το όνομα μπουζούκι. Αμέσως θέλησαν και οι ίδιοι να ηχογραφήσουν δίσκους με αυτό το μουσικό όργανο και άρχισαν να ψάχνουν έναν καλό οργανοπαίκτη του μπουζουκιού.
Ο πιο γνωστός απ΄όλους που τριγυρνούσε στους τεκέδες παίζοντας στο μπουζούκι τραγούδια, που κυρίως έφτιαχνε ο ίδιος, ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης. Αυτός λοιπόν ηχογράφησε το 1933 τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, με το χαρακτηριστικό δηλαδή αυτό μουσικό όργανο του ρεμπέτικου.
Και οι δύο πλευρές του πρώτου αυτού δίσκου είχαν από ένα τραγούδι που αναφερόταν στον τεκέ και στο κάπνισμα.

(απόσπασμα απο το βιβλίο της Μαρίας Κωνσταντινίδου «Κοινωνιολογική ιστορία του ρεμπέτικου»)

… (Β’ περίοδος 1932-1942)

πίσω στο «Η εξέλιξη του ρεμπέτικου«

Share

Η εξέλιξη του ρεμπέτικου

   Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, το έδαφος   του Ελληνικόυ Κράτους διπλασιάστηκε,από 63.211 τ.χλμ.σε 120.308 τ.χλμ. Επεκτάθηκε στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στα νησια του Αιγαίου και τη Δυτική Θράκη. Εκτός των άλλων, ο πληθυσμός του Ελληνικόυ Κράτους είχε μία αύξηση, από 2.630.952 κατοίκους που ήταν τότε, σε 4.718.221 κατοίκους.  Αναφορικά με τα λαϊκά τραγούδια των αστικών κεντρών, η απελευθέρωση της Σαλονίκης, που ήταν ένα βασικό αστικό κέντρο-λιμάνι, στάθηκε πολύ σπουδαίο γεγονός. Γιατί συγχρόνως με την αύξηση του πληθυσμού και του εδάφους, απλώνεται και ο χώρος επίδρασης, δημιούργιας και ανάπτυξης του ρεμπέτικου.  Αλλά πολύ πιο σπουδαία χρονολογία στάθηκε το 1922, όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με τις συνέπειες που θα δούμε παρακάτω.
Στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας κυριαρχούσε «η μεγάλη
ιδέα«, της ανάκτησης δηλαδή της Κωνσταντινούπολης, κέντρου της Ορθοδοξίας και του Βυζαντινού πολιτισμού. Από το 1453, που την κατέλαβαν οι Οθωμανοί, οι Έλληνες δεν έπαψαν να  ελπίζουν και να επιθυμούν ιδιαιτέρως την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη. Όλα τα γεγονότα, τα σχετικά με την καταστροφή στη Μικρά Ασία και ειδικά την καταστροφή της Σμύρνης, έχουν σαν προέλευση τη Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή τον διακαή πόθο της επιστροφής στα μέρη του Βυζαντίου, αλλά, οπωσδήποτε, προήλθαν και από την ελληνική κυβέρνηση.
Η ελληνική κυβέρνηση πίστευε πως είχε κάνει μια πολύ σταθερή συμφωνία με τον Loyd George έτσι ώστε η Αγγλία και οι άλλες δυνάμεις της Ευρώπης να υποστηρίξουν την επιχείρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων για την εισβολή στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, χρησιμοποιώντας σαν βάση το λιμάνι της Σμύρνης. Ο πόλεμος ο βασισμένος στη «Μεγάλη Ιδέα» έγινε ιμπεριαλιστικός! Ο ελληνικός στρατός πλησίαζε στην Άγκυρα και κανείς δεν τον σταματούσε προς το παρόν’αλλά οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι δεν τον υποστήριξαν στη συνέχεια αυτής της επιχείρησης και συγχρόνως οι Έλληνες υποτίμησαν πολύ τις δυνάμεις του Κεμάλ Ατατούρκ.
Ο ελληνικός στρατός στη συνάντησή του με τις τουρκικές δυνάμεις, αναγκάστηκε να υποχωρήσει χωρίς να έχει πουθενά σημείο αναφοδιασμού. Κατά τη διάρκεια αυτής της υποχώρησης συναντούσε Έλληνες που ζούσαν σε χωριά στο εσωτερικό της Τουρκίας, οι οποίοι άφηναν όλα τους τα υπάρχοντα και ακολουθούσαν τους Έλληνες στρατιώτες από φόβο για τα αντίποινα των Τούρκων.
Έτσι, όλος αυτός ο κόσμος βρέθηκε στο λιμάνι της Σμύρνης που ήταν ήδη γεμάτο από ανθρώπους που είχαν έρθει από άλλες πόλεις και χωριά των παραλίων ακτών κοντά στη Σμύρνη.  Όλοι περίμεναν τα πλοία για να φύγουν για την Ελλάδα, διότι δεν ήταν δυνατό να παραμείνουν εκεί εξαιτίας των συνθηκών του πολέμου και της προέλασης των Τούρκων. Όμως τα πλοία των συμμάχων δεν ήθελαν να βοηθήσουν, μεταφέροντας όλον εκείνον τον κόσμο, για να μη δυσαρεστήσουν με την τουρκική κυβέρνηση. Σ΄όλο εκείνο το χάος που επικρατούσε στο λιμάνι της Σμύρνης, η ίδια η πόλη κάηκε και στις φλόγες της χάθηκαν πολλά άτομα, ενώ άλλοι πνίγηκαν στη θάλασσα όπου είχαν πέσει για να σωθούν. Έτσι, την κακή διοίκηση και τον κακό χειρισμό των εθνικών προβλημάτων τα πλήρωσε πάλι ο πολύς ο κόσμος.
Το αποτέλεσμα αυτού του πολέμου μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν μια διεθνής συμφωνία για υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στις δύο χώρες. Το κριτήριο γι΄αυτή την ανταλλαγή ήταν ουσιαστικά η θρησκεία  και η εθνικότητα. Όποιος ήταν Έλληνας ορθόδοξος έπρεπε να εγκάτασταθει στην Ελλάδα και όποιος ήταν μουσουλμάνος να φύγει για την Τουρκία. Έτσι ένας ολόκληρος πληθυσμός 1.500.000 από τη Μικρά Ασία, την Καππαδοκία, την Τραπεζούντα και την Ανατολική Θράκη, άφηνε το χώρο στον οποίο είχαν ζήσει Έλληνες χωρις εθνολογική και πολιτιστική διακοπή για περισσότερο από τρείς χιλιάδες χρόνια.
Τα 1.500.000 πρόσφυγες χωρίς κατοικία και δουλειά αύξησε τον πληθυσμό του Ελληνικού Κράτους σχεδόν κατά το 1/4, προκαλώντας συγχρόνος οικονομική και κοινωνική κρίση στην  ελληνική κοινωνία.  Όπως ξέρουμε, η Ελλάδα ήταν μια μικρή χώρα στο δρόμο για την ανάπτυξη, και η συσσώρευση τόσου κόσμου δεν μπορούσε παρά να φέρει πολλές δυσκολίες στην οικονομική και κοινωνική απορρόφησή του.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να διαμοιράσει τους πρόσφυγες σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, αλλά οι πιο πολλοί συγκεντρώθηκαν στην περιφέρεια των τριών μεγαλυτέρων αστικών κέντρων της δηλαδή Αθήνα, Πειραιά και Σαλονίκη, όπου, παρ΄όλο ότι η βιομηχανική αναπτυξή ήταν ακόμη σε χαμηλό επίπεδο, σε σχέση με την Ευρώπη, υπήρχαν οπωσδήποτε μεγάλες πιθανότητες δουλειάς.
Στους συνοικισμούς γύρω από τις τρείς αυτές πόλεις, οι πρόσφυγες ζούσαν μέσα σε παράγκες ή σε μικρά αυτοσχέδια σπίτια χωρίς μόνιμη  δουλειά και κάτω από συνθήκες άθλιες.  Επίσης, ήταν συνηθισμένοι σ΄έναν άλλο τρόπο ζωής, σε μιαν άλλην αντίληψη από αυτήν των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας. Ήταν πιο ανοιχτοί, πιο κοινωνικοί άνθρωποι, και η διασκέδασή τους περιλάμβανε όλα τα μέλη της οικογένειάς τους. Δεν πήγαιναν να  διασκεδάσουνε πάντα μόνο οι άντρες της οικογένειας, όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή στην κυρίως Ελλάδα.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι ήταν συνηθισμένοι σε έναν τρόπο ζωής της πόλης, κοσμοπολίτικο, αν λάβουμε υπ΄όψην μας τις πολιτιστικές ανταλλαγές και επιδράσεις μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών που ζούσαν στα παραλία και το εσωτερικό της ανατολικής Θράκης και Κωνσταντινούπολης. Ακόμα, τα τραγούδια και οι χοροί τους, όπως έχουμε πει, ήταν πιο χαρούμενα. Η μουσική τους είχε τις ίδιες μουσικές ρίζες με το πρώτο ρεμπέτικο, είχε όμως κοινωνικές αναφορές διαφορετικές.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 στάθηκε μια δυνατότητα για αμοιβαία επίδραση ανάμεσα σε δύο στυλ τραγουδιών, σε δύο διαφορετικά αισθητικά και ουσιαστικά ύφη τραγουδιού, χορού, τρόπου ζωής και διασκέδασης. Εν τω μεταξύ οι πρόσφυγες, στους αποκομένους από το κέντρο συνοικισμούς, όπου ζούσαν, άνοιγαν μαγαζιά για να παίζουν τη μουσική τους, να τραγουδούν και να ακούνε τα τραγούδια τους.
Σ΄αυτά τα μαγαζιά, που ήταν πολλά, άρχισε να πηγαίνει και κόσμος που δεν ήταν στη Μικρά Ασία αλλά ζούσε στον ίδιο χώρο μ’ αυτούς, στην περιφέρεια-περιθώριο της πόλης, κάτω από τις ίδιες συνθήκες υποαπασχόλησης και αποκλεισμού από το κέντρο. Από την άλλη μεριά, ο κόσμος που προερχόταν από τη Μικρά Ασία πήγαινε συχνά στους τεκέδες για να καπνίσει. Και αυτό για δύο λόγους: αρχικά το κάπνισμα ήταν συνήθεια ανατολίτικη και κατ΄δεύτερο λόγο εκείνοι που δεν κάπνιζαν στην πατρίδα τους το άρχισαν με τις δυσκολίες της προσφυγιάς.
Στους τεκέδες άκουγαν τη μουσική και τα τραγούδια του μάγκα και του ρεμπέτη. Πολλοί απ΄αυτούς άρχισαν πάρε δώσε με τους  μάγκες, χωρίς να πούμε πως ήταν η πλειοψηφία απ΄αυτούς.
Τα αποτελέσματα αυτής της αμοιβαίας επίδρασης μεταξύ των δύο ειδών τραγουδιού, διασκέδασης και αντίληψης για τη ζωή θα γινόταν σιγά σιγά αισθητά στην αλλαγή του ύφους των τραγουδιών, των μουσικών που τα δημιουργούσαν και του κόσμου που τ΄άκουγε και εκφραζόταν μέσα απ΄αυτά.
Το στυλ του λαϊκού τραγουδιού της πόλης, προερχόμενο από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, διαδόθηκε από τους πρόσφυγες και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές για μια δεκαετία μετά το 1922.

(απόσπασμα απο το βιβλίο της Μαρίας Κωνσταντινίδου «Κοινωνιολογική ιστορία του ρεμπέτικου»)

(Α περίοδος 1932-1942)

(Β περίοδος 1932-1942)

(Γ’ περίοδος 1942-1955)

Share

Φινακολιά

Οικογένεια: Thymelaeaceae / Daphne Fam.

Θυμελαία ταρτονράιρα (Thymelaea tartonraira)

ή θερόκαλο (και οι 2 ονομασίες απο Κρήτη). Φώτο: Πόρτο Ράφτη, αναγνώριση και υπόδειξη θέσης: giout. (δείτε και το αντίστοιχο άρθρο στη «Χλωρίδα μας«)

Share

Δάκος

Bactocera oleae (Δάκος της ελιάς)

ή δάγκος (Κόρινθος). Μεγάλη πληγή για τις ελιές, ειδικά τις βρώσιμες.

Για την καταπολέμηση με δακοπαγίδες, βιολογικές ή λίγο βιολογικές διαβάστε το άρθρο στο «Φτιάχνω μόνος μου«. Στην περιοχή της Μεσσηνιακής Μάνης υπάρχουν πολλοί καλλιεργητές ελιάς (συνήθως κωρονέικης) που δουλεύουν για μια Γερμανίδα, Ολλανδέζα, δεν ξέρω, που έχει ένα ελαιοτριβείο ψυχρής έκθλιψης (δες άρθρα ««Βιολογικό» ελαιοτριβείο» και «Ελαιουργείο Βασιλικού Ζακύνθου«, και η οποία δέχεται ελιές μόνο όταν είναι τελείως αράντιστες το οποίο ελέγχει στο εργαστήριό της. Δε δέχεται ούτε τις δακοπαγίδες. Το λάδι αυτό το εξάγει στην Ολλανδία και το πουλάει σε τενεκεδάκια αναψυκτικού (100-150 ml) στην τιμή των 8 ευρώ (τιμή 2008).

Share

Σακάτικα

Η χερσόνησος της Κορώνης (Κουρούνι) κάποτε χωρίζονταν διακριτά απο μια στενή λωρίδα θάλασσας (αυλάκι) με στάσιμα νερά γεμάτα καλαμιές και σχίνα (βούρκος). «Στην ανατολή του εικοστού αιώνα το Πόρτο Ράφτη ήταν ένας ήσυχος όρμος με ένα μικρό οικισμό ψαράδων αποτελούμενο από ελάχιστα σπίτια εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το λιμάνι, καθώς και μερικά μεμονωμένα σπιτάκια διάσπαρτα από τον Άγιο Σπυρίδωνα έως το Αυλάκι. Οι λιγοστοί κάτοικοι της περιοχής είχαν ως ασχολία το ψάρεμα ή την καλλιέργεια μποστανιών.» (δες άρθρο «Η Ιστορία του Πόρτο Ράφτη«). Το καλοκαίρι ερχόντουσαν και πολλοί κάτοικοι απο το Μαρκόπουλο που είχαν εκεί περιουσίες και μένανε σχεδόν όλο το καλοκαίρι σε πρόχειρα φτιαγμένες καλύβες που φτιάχνανε με καλάμια και σχίνα. Ειδικά στην περιοχή γύρω απο το αυλάκι (σημερινή πλάζ του ΕΟΤ), υπήρχε και μια κεντρική καλύβα, πιο μεγάλη, που λειτουργούσε σαν καντίνα-καφενείο-ταβέρνα, όπου μαζεύονταν ο κόσμος τα βράδυα. Τα γλέντια απλά δεν περιγράφονται.

Ο μύθος λέει ότι ένας άνθρωπος είχε ένα γάιδαρο ο οποίος κούτσαινε και τον φώναζε Σακάτη. Αυτός ο άνθρωπος όταν έφτασε το φθινόπωρο και ήρθε η ώρα να γυρίσει στο Μαρκόπουλο, παράτησε το γάιδαρό του ελεύθερο να βοσκάει στην περιοχή του βούρκου. Όμως, μετά απο κάποιο διάστημα, ο γάιδαρος επέστρεψε μόνος του στο Μαρκόπουλο και μάλιστα είχε γιατρευτεί. Απο τότε τα νερά του βούρκου θεωρήθησαν ιαματικά και η περιοχή ονομάστηκε «Σακάτικα» (Κώστας)

Η περιοχή αυτή συνεχίζει να λέγεται βούρκος, μόνο που το κομμάτι του βούρκου που έμεινε είναι ελάχιστο. Απο τη μία μεριά μπαζώθηκε και εξυπηρετεί την πλαζ με πάρκινγκ, και απο την άλλη μπαζώθηκε και έχει γίνει παιδική χαρά και γήπεδα τένις και μπάσκετ. Μόνο καμιά φορά κανένας εισπράκτορας ή οδηγός στα ΚΤΕΛ για να πειράξει και λίγο τους διάφορους ταλαίπωρους που σταματάνε εκεί για να πασαλειφθούν με την ευεργετική λάσπη του βούρκου, φωνάζει τη στάση «Σακάτικα».

Share

Αγριολίβανο

Οικογένεια: Αστερίδες ή Σύνθετα (Asteraceae, Korbbl?tler / Composites)

Πτιλόστεμον η χαμαιπεύκη (Ptilostemon chamaepeuce)

Το όνομα του γένους προέρχεται απο τις λέξεις πτίλον (χνουδωτό φτερό) + στήμων και αναφέρεται στους χνουδωτούς στήμονες του φυτού ενώ το είδος περιγράφεται με τις λέξεις χαμαί (κάτω) και πεύκη προσδιορίζοντας τη γενική εικόνα του φυτού σαν ένα χαμηλό πεύκο. (Παπιομύτογλου).

Φωτο: βράχια Πόρτο, αναγνώριση: giout.

Share

Άγριο σκυλάκι

Οικογένεια: Σκροφουλαριίδες (Scrophulariaceae, Rachenbl?tler / Figworts)

Misopates orontium

Φωτο: βουνά Πόρτο, αναγνώριση: giout. Δείτε και το ήμερο.

Share

Λύθρο

Οικογένεια:  Lythraceae / Purple Loosestrife Fam.

Lythrum salicaria

Άλλα ονόματα: βαρυκόχορτο, σαλικάρια, άγνος. Κοινό σε ρυάκια, όχθες ποταμών και γενικά υγρές τοποθεσίες.

Στυπτικό, αντιδιαρροϊκό, κυρίως στα παιδιά. Κατευνάζει το πεπτικό σύστημα σε περιπτώσεις μικροβιακής δυσεντερίας. Εξωτερικά, χρησιμοποιείται η σκόνη του για εντριβές, το βάμμα του κατευνάζει οξείες κολίτιδες, κνησμούς της βαλάνου, κιρσούς και δερματικές παθήσεις όπως το έκζεμα, τα καταπλάσματά του βοηθούν στην επούλωση των πληγών. (Πηγή: 8 )

Φώτο: Κοντά στα Καλάβρυτα, αναγνώριση: Κατερίνα ή αλλιώς… Insula Alba απο την ομάδα αναγνωρίσεις στο fb.

Share

Σταυροβότανο

Οικογένεια: Βερβενίδες (Verbenaceae, Eisenkrautgew?chse / Verbenas)

Βερμπένα η φαρμακευτική (Verbena officinalis)

Άλλα ονόματα:  σταυρόχορτο, γοργόγιαννι.

Έχει ευρύ φάσμα παραδοσιακών χρήσεων. Δυναμώνει το νευρικό σύστημα, διασκορπίζει την κατάθλιψη και εξουδετερώνει τη νευρική εξάντληση. Είναι αποτελεσματική κατά της ημικρανίας και των πονοκεφάλων νευρικής και κυκλοθυμικής φύσης. Ακόμη συνιστάται για τις διαταραχές του συκωτιού και τις πέτρες της χοληδόχου. Πειράματα αποδεικνύουν την επιστημονική βάση για την παραδοσιακή χρήση του φυτού για την αύξηση του μητρικού γάλακτος και τη ρύθμιση της περιόδου. Τέλος απο το βότανο φτιάχνουμε μια καλή στοματική πλύση για την ουλίτιδα. (Πηγή: 8 )

(Φώτο: χωράφι Πόρτο, αναγνώριση: Georgios Fotiadis απο την ομάδα «Αναγνωρίσεις» στο fb).

Share

Καλλιέργεια συκιάς

Επειδή η συκιά είναι δένδρο επιπολαιόριζο οι καλλιεργητικές φροντίδες πρέπει να περιορίζονται σε σκαλίσματα και σβαρνίσματα για την καταστροφή των ζιζανίων (Πηγή: 1).  (Εμείς δεν σκαλίζουμε ούτε σβαρνίζουμε και όλα πάνε μια χαρά).

Η λίπανση με κοπριά, ασβέστιο και κάλιο βελτιώνει την παραγωγή και την ποιότητα.

Προσβάλλεται σπάνια από φυτικά και ζωϊκά παράσιτα και μόνον όταν οι εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες είναι δυσμενείς (προτιμά δροσερά και καλά στραγγιζόμενα εδάφη, ενώ στα χωρίς πόρους αργιλώδη εδάφη προσβάλλεται από σηψιρριζίες και ξυλοφάγους μύκητες που την καταστρέφουν). Προσβάλλεται όμως από ψώρα που οφείλεται στο κοκκοειδές ημίπτερο Κηροπλάστης (Ceroplastes rusci). Αυτό προκαλεί φυλλόροια και καταστροφή των σύκων. Καταπολεμείται βιολογικά απο το μικροκολεόπτερο Χιλόκορος (Chilocorus bipustulatus) που τρώει τα αυγά του. (Κάποιος παραγωγός μου είπε ότι απο παλιά καταπολεμούσαν την ψώρα με πετρέλαιο και τώρα που πήρε πιστοποίηση για βιολογικά το αντικατέστησαν με ένα άλλο «βιολογικό» πετρέλαιο). Ιδιαίτερα επιβλαβές για τα αποθηκευμένα ξερά σύκα είναι το άκαρι Γλυκιφάγος (Glyciphagus domesticus) καθώς και διάφορες μύγες.

Σύμφωνα με μια άποψη η συκιά (Ficus carica) περιλαμβάνει 3 κύριες ποικιλίες:

  • Ποικ. άγρια (var sylvestris). Κοινή ονομασία: ορνός, ορνιός ή αγριοσυκιά ή ερινεός (στα αρχαία). Ο καρπός της δεν τρώγεται αλλά χρησιμοποιείται για το όρνιασμα.
  • Ποικ. σμυρναική (var smyrniaca). Όλες οι μορφές της δίνουν άριστης ποιότητας σύκα αλλά επειδή δεν έχουν σχεδόν καθόλου άρρενα άνθη δε γονιμοποιούνται και δεν καρποφορούν χωρίς όρνιασμα. Η επικονίαση γίνεται με τη βοήθεια του μικρού υμενόπτερου Βλαστοφάγος ο ψην (Blastophaga psenes). Τα υμενόπτερα αυτά ζουν κατά εκατοντάδες μέσα στα άγρια σύκα. Το όρνιασμα γίνεται με το κρέμασμα μερικών αγριόσυκων, την κατάλληλη εποχή, πάνω στις ήμερες συκιές ή καλύτερα με το φύτεμα μερικών αγριοσυκιών μέσα στο συκώνα (1 κάθε 100 ήμερες).
  • Ποικ. κηπευτική (var hortensis). Η ποικιλία αυτή δε χρειάζεται επικονίαση και καρποφορεί 2-3 φορές το χρόνο με πρώτη σοδειά τον Ιούνιο.

Ο πολλαπλασιασμός γίνεται με μοσχεύματα το χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη επιτόπου ή σε φυτώρια και η μεταφύτευση τον επόμενο χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη στις μόνιμες θέσεις και σε απόσταση 5-8 μέτρα. Η απόδοση είναι πλήρης από το 10 ο χρόνο και διατηρείται 50-60 χρόνια οπότε τα δέντρα πρέπει να ανανεώνονται. Τις περισσότερες φορές αυτό γίνεται με κόψιμο απο τη ρίζα και αντικατάσταση απο παραφυάδες (κολορίζια). (Ο Πέτρος λέει ότι είναι καλύτερα να βάζεις καινούργιο φυτό γιατί αυτά απο τα κολορίζια αργούν περισσότερο και δεν δίνουν τον ίδιο καρπό).

Share

Η ιστορία του Πόρτο Ράφτη

Το άρθρο είναι αναδημοσίευση απο το e-portorafti.gr (Διορθωμένο και εμπλουτισμένο με φωτογραφίες και links).

To λιμάνι της Μεσογαίας ήταν πάντα η πύλη της Αττικής προς το Βορειοανατολικό Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο και η σχέση του αυτή μαρτυρείται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και την Μυθολογία. Ο Πόντος απετέλεσε την σημαντική πηγή τροφοδοσίας των Αθηνών με σιτάρι και γι’αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Αθηναίους, οι οποίοι με τις στρατιωτικές τους δυνάμεις φρόντιζαν συνεχώς να έχουν υπό τον έλεγχο τους την θαλάσσια οδό του βορειοανατολικού Αιγαίου, των στενών του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου. Την σημασία του για το αθηναϊκό κράτος απηχεί και η αθηναϊκή εκδοχή του μύθου των προσφορών (φρεσκοθερισμένα στόχια σιταριού) των Υπερβορείων, κατοίκων της περιοχής όπου βρίσκεται σήμερα η Αγία Πετρούπολη. Οι προσφορές έφταναν μέχρι τις ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου, από εκεί τις παρελάμβαναν οι Έλληνες που τις μετέφεραν στο ιερό του Δηλίου Απόλλωνα στις Πρασιές και από εκεί οι Αθηναίοι με ειδική τιμητική συνοδεία τις μετέφεραν στη Δήλο.

Στην περιοχή του κόλπου των Πρασιών αναπτύχθηκε στην Πρωτοελλαδική εποχή (3η χιλιετία) μικρός οικισμός στην Πούντα και μεγάλος μυκηναϊκός οικισμός, του οποίου έχει ερευνηθεί το νεκροταφείο, στο ρέμα της Περάτης. Από τα ευρήματα του νεκροταφείου τεκμηριώνεται η ακμή της περιοχής και η σχέση της με την ανατολική Μεσόγειο. Στους ιστορικούς χρόνους αναπτύχθηκε στο νότιο τμήμα του ο αρχαίος δήμος των Πρασιών και στο Βόρειο ο δήμος της Στειριάς, όπου πρέπει να ήταν το εμπορικό λιμάνι από το οποίο ξεκινούσε η Στειριακή οδός, η οποία περνώντας μέσα από τους δήμους της Μεσογαίας, οδηγούσε στο Άστυ (την Αθήνα).

Το πλέον διακεκριμένο μνημείο της περιοχής είναι το ιερό του Δηλίου Απόλλωνα στις Πρασιές, όπου γίνεται αρχαιολογική έρευνα. Η λατρεία αρχίζει στους μυκηναϊκούς χρόνους και διαρκεί μέχρι τους πρωτοχριστιανικούς, περίπου 1500 χρόνια. Το σημαντικότερο εύρημα είναι το κεφάλι μαρμάρινου αγάλματος του Απόλλωνα των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ.
Στους δύσκολους χρόνους του τέλους του Πελοποννησιακού πολέμου ένας διακεκριμένος Στειριεύς έπαιξε σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα. Ο στρατηγός Θρασύβουλος, σταθερός υποστηρικτής του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος, εργάστηκε για την διατήρηση της αθηναϊκής ηγεμονίας στο ΒΑ Αιγαίο, συνέβαλε στην κατάλυση της ολιγαρχικού πολιτεύματος και πρωτοστάτησε στην εκδίωξη των τριάκοντα τυράννων (403 π.Χ.). Συνέχισε την δράση του ως στρατηγός εναντίον των Σπαρτιατών στις γειτονικές περιοχές της Αττικής και στο Ανατολικό Αιγαίο, όπου και δολοφονήθηκε το 388 πΧ. Γνωστές προσωπικότητες ήσαν επίσης ο Αγνών ο Στειριεύς, οικιστής της αθηναϊκής αποικίας της Αμφίπολης, και ο υιός του Θηραμένης, ο οποίος επίσης για πολλά χρόνια ήταν στρατηγός μαζί με τον Θρασύβουλο.

Κατά την ταραγμένη εποχή που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Αττική συγκρούσθηκαν οι Μακεδόνες με τους Αθηναίους, οι οποίοι είχαν ζητήσει την βοήθεια του Πτολεμαίου Β’ του Φιλόδελφου, βασιλέως του ελληνικού κράτους της Αιγύπτου . Ο ναύαρχος του Πτολεμαίου Πάτροκλος έχοντας ως ναυτική βάση την Κέα οχύρωσε την Κορώνη (όπως και το Γαϊδουρονήσι στο Σούνιο). Στις ανασκαφές του οχυρού βρέθηκαν πολλά νομίσματα των Πτολεμαίων.

Το τελευταίο μνημείο της αρχαιότητας στην περιοχή του κόλπου είναι το κολοσσιαίο μαρμάρινο άγαλμα καθιστής ντυμένης μορφής (ύψος με το βάθρο του περίπου 4,50 μ.), που έχει στηθεί στο νησί Ράφτης στην είσοδο του κόλπου. Κατ’ άλλους είναι άγαλμα του Απόλλωνα των Πρασιών και κατ’ άλλους γυναικείας μορφής (ίσως αυτοκράτειρας). Κατά μερικούς έχει μεταφερθεί εδώ από αλλού κατά τον Μεσαίωνα και τοποθετήθηκε ως σήμα της εισόδου στο λιμάνι. Κατά τον λαό εικονίζει ράφτη και έδωσε το όνομα στον κόλπο, που αποκαλείται Πόρτο Ράφτης.

Το άγαλμα και ο φάρος στη νησίδα Ράφτη (by Evaggos - GoogleEarth)

O ρόλος του Πόρτο Ράφτη ως εναλλακτικού λιμανιού για την Αθήνα, όταν ο Πειραιάς ήταν αποκλεισμένος από ξένα εχθρικά πλοία, αντανακλάται στα κείμενα των περιηγητών, από τον ύστερο Μεσαίωνα μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Παράλληλα, το μυστηριώδες άγαλμα στο νησί Ράφτης κέντριζε την περιέργεια τους, που το 19ο αιώνα εξελίχθηκε σε επιστημονικό ενδιαφέρον.

O Martoni που αποβιβάστηκε στο Πόρτο Ράφτη για να συνεχίσει το ταξίδι του μέχρι την Αθήνα, στα 1395, ήταν ο πρώτος που αναφέρει τα δύο αγάλματα, στο Ράφτη και τη Ραφτοπούλα. Ο da Martoni καταγράφει το θρύλο κατά τον οποίο τα δύο αγάλματα ήταν αντίστοιχα άνδρας και γυναίκα και μαρμάρωσαν ύστερα από παράκληση της γυναίκας στο θεό να τη διαφυλάξει από το διώκτη της. Προς τα τέλη του 16ου αιώνα, ο επίσης Ιταλός συγγραφέας του θαλασσίου Δρομολογίου (Itinerarum Maritimum) θεωρεί το Πόρτο Ράφτη πολύ ασφαλές αγκυροβόλιο, που χρειάζεται όμως καλό πιλότο εξαιτίας των υφάλων. Για το άγαλμα του «ράφτη» γράφει πως κρατά στα χέρια του ψαλίδι(ί). Ο Γάλλος Andre Georges Guillet (1669), που αντλεί από ταξιδιωτικές περιγραφές άλλων, αναφέρει ότι ο βυθός είναι λασπώδης με φύκια, τα καράβια ρίχνουν άγκυρα σε βάθος 11-13 μ. και το καλύτερο αγκυροβόλιο βρίσκεται κοντά σε μία πολύ χαμηλή νησίδα, μέσα στο λιμάνι.
Στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις (1794-1796), ο Άγγλος μας πληροφορεί για την εξαφάνιση της «ραφτοπούλας», την οποία αποδίδει εμμέσως στο Γάλλο υπο-πρόξενο στην Αθήνα και αρχαιοκάπηλο L. Fauvel. To αρχαίο όνομα του οικισμού στο νότιο τμήμα του κόλπου, Πρασιαί, που διατηρήθηκε μεταλλαγμένο σε Πρασάς ή, στα αρβανίτικα, Μπρασά, αναφέρεται από αρκετούς περιηγητές, όπως οι J. Stuart στα 1787, W. Μ. Leake στα 1802, Ε. Dodwell στα 1805 και C. Wordsworth στα 1837.

Μερικοί, όπως ο Hobhouse, πιστεύουν ότι το νησί Ράφτης χρησίμευε παλαιότερα ως φάρος. Ο Γερμανός αρχαιολόγος L. Ross (1834) ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε σωστά ότι το άγαλμα παρίστανε όχι άνδρα, αλλά γυναίκα, είτε θεότητα, είτε αυτοκράτειρα, είτε τη Ρηγίλλα, σύζυγο του Ηρώδη Αττικού. Άλλοι λόγιοι όμως επέμεναν λανθασμένα να το συνδέουν με τον τάφο του Ερυσίχθονος που αναφέρει ο Παυσανίας. Ο αρχαιολόγος Η. G. Lolling (1879) που, στο άρθρο του για τις Πρασιές, επισημαίνει λείψανα μώλου μέσα στη θάλασσα, ανάμεσα στον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Σπυρίδωνα, εκθειάζει τη φυσική ομορφιά του κόλπου, γράφοντας πως είναι από τα ωραιότερα σημεία της αττικής γης.Στη διάρκεια των πρώτων χριστιανικών αιώνων (4ος-7ος αι. μ.Χ.) με τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο στο απόγειο της, αναπτύσσονται σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου παράλιοι οικισμοί οι οποίοι ως επί το πλείστον διαδέχονται τους προϋπάρχοντες στις ίδιες θέσεις αρχαίους δήμους. Τμήματα ενός τέτοιου οικισμού έχουν έλθει στο φως στη βόρεια πλευρά του ευρύχωρου, φυσικού λιμανιού της Μεσογαίας, στη θέση «Δρίβλια», όπου τοποθετείται ο αρχαίος δήμος της Στειριάς. Τα ερείπια μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής, οργανωμένο νεκροταφείο, δημόσιο κτήριο, (φιλοσοφική σχολή;), λουτρικό συγκρότημα, λείψανα οικιών και σημαντικά κινητά ευρήματα, όπως γλυπτά, νομίσματα, κεραμικά, αντικείμενα μικροτεχνίας είναι ενδεικτικά της ακμής του πρωτοχριστιανικού αυτού οικισμού. Άλλη μια πρώιμη χριστιανική εκκλησία εντοπίσθηκε στο νότιο τμήμα του λιμανιού, στη θέση του ιερού του Απόλλωνα των Πρασιών.

Μετά τη σκοτεινή περίοδο δύο αιώνων (7ος-9ος αι. μ.Χ.) ακολουθεί νέα ακμή και αναγέννηση του βυζαντινού κράτους. Στη διάρκεια του 10ου και 11ου αι. μ.Χ. το λιμάνι της Μεσογαίας είναι φυσικό να εξυπηρετεί τη ναυσιπλοΐα και τη διακίνηση αγαθών μέσω του ίδιου οδικού άξονα που συνέδεε από την αρχαιότητα την Αθήνα με το δήμο της Στειριάς. Aπό το 12ο αι. με τη σταδιακή κατάρρευση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και τις συχνές πειρατικές επιδρομές στη Μεσόγειο, πλήττονται ιδιαίτερα οι παράλιες περιοχές. Οι κάτοικοι καταφεύγουν στην ενδοχώρα. Ενδεικτικό των συνθηκών ανασφάλειας στην περιοχή του λιμανιού της Μεσογαίας είναι η ανέγερση του βυζαντινού ναού της Αγ. Κυριακής στην αθέατη από τη θάλασσα και καλά προστατευμένη θέση «Μοναστήρι» ανατολικά της «Δρίβλιας».

Από το 13ο αι. οι δυτικοί κυρίαρχοι της Αττικής στην προσπάθεια ελέγχου και προστασίας της περιοχής, κτίζουν σειρά ίληιικών πύργων (Βραώνα, Πόρτο Ράφτη, Δάγλα). Στα όψιμα χρόνια της τουρκοκρατίας ο όρμος του Πόρτο Ράφτη από τα μεγαλύτερα αγκυροβόλια των ανατολικών ακτών της Αττικής, γίνεται το επίνειο του ραγδαία αναπτυσσόμενου από το 18ο αι. Μαρκόπουλου. Οι τρεις γραφικές εκκλησίες του Αγ. Σπυρίδωνα, του Αγ. Νικολάου και της Αγ. Μαρίνας, που στεφανώνουν από βορρά προς νότο το τόξο του λιμανιού σηματοδοτούν την ευσέβεια των κατοίκων, αλλά και το αίσθημα ασφάλειας, που επανήλθε σιγά σιγά στην περιοχή. Στην ανατολή του εικοστού αιώνα το Πόρτο Ράφτη ήταν ένας ήσυχος όρμος με ένα μικρό οικισμό ψαράδων αποτελούμενο από ελάχιστα σπίτια εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το λιμάνι, καθώς και μερικά μεμονωμένα σπιτάκια διάσπαρτα από τον Άγιο Σπυρίδωνα έως το Αυλάκι. Οι λιγοστοί κάτοικοι της περιοχής είχαν ως ασχολία το ψάρεμα ή την καλλιέργεια μποστανιών. Ένας μικρός αριθμός από αυτούς αποτελούσε, μαζί με όσους έρχονταν καθημερινά από το Μαρκόπουλο, την ομάδα των λιμενεργατών οι οποίοι εξυπηρετούσαν τα πλοία που έφταναν στο λιμάνι. Για το πρώτο μισό -ίσως και περισσότερο- του αιώνα μας το λιμάνι είχε κατ’εξοχήν εμπορική χρήση, αφού μέσω αυτού έρχονταν σε καθημερινή βάση τα φρέσκα λαχανικά από τα νησιά των Κυκλάδων προκειμένου να τροφοδοτηθεί η Αθήνα.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το Πόρτο Ράφτη υπήρξε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το λιμάνι που χρησιμοποιούσε αποκλειστικά η Βιομηχανία Σιγαρέττων Καβάλας για τον εφοδιασμό του πληθυσμού της πρωτεύουσας με τσιγάρα. Από τα αρχεία του Δήμου φαίνεται ότι τα δικαιώματα διακίνησης των προϊόντων αποτελούσαν μία από τις αξιολογότερες πηγές εσόδων του Μαρκοπούλου. Το λιμάνι χρησιμοποιούσε και ο συνεταιρισμός ΜΑΡΚΟ για τον εφοδιασμό των νησιών και της Βόρειας Ελλάδας με κρασί και μούστο, καθώς και για τις εξαγωγές των παραπάνω προϊόντων στη Μασσαλία.

Ο Λιμήν Μεσογαίας παραλίγο να αποτελέσει την αφετηρία του σιδηροδρόμου της Αττικής, προτιμήθηκε όμως ο Πειραιάς και έτσι η αρχική σκέψη έμεινε στα χαρτιά. Οι μεγάλες περιπέτειες της χώρας άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στο Πόρτο Ράφτη. Από εκεί έφυγαν αυτοί που πύκνωσαν τις τάξεις του ελεύθερου ελληνικού στρατού στη Μέση Ανατολή στα χρόνια της φασιστικής κατοχής και εκεί γύρισαν από το κολαστήριο της Γυάρου, με το οχηματαγωγό «Σκύρος», οι εξόριστοι αγωνιστές ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών, όταν έπεσε η εφτάχρονη δικτατορία (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το οχηματαγωγό λεγόταν SKIRON και η επιστροφή καταγράφτηκε στο ντοκιμαντέρ ¨Μαρτυρίες» του Ν. Καβουκίδη (στο 3ο’), δες και «ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥΓΥΑΡΟΣ, ΤΟ ΝΤΑΧΑΟΥ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ» απο το κινηματογραφικό αρχείο της ΕΡΤ (στο 1:26) και «Γυάρος – Τόπων μνήμες» στο YouTube). Σήμερα ο Λιμήν Μεσογαίας ή Πάνορμος ή Πρασιές ή Πόρτο Ράφτη είναι ένας οικισμός τριών χιλιάδων μονίμων κατοίκων και θέρετρο ογδόντα περίπου χιλιάδων καλοκαιρινών οικιστών.

πηγη:  Oλγα Κακαβογιάννη, Ελένη Γκίνη – Τσοφοπούλου, Γιάννης Βιταλιώτης, Σταμάτης Μεθενίτης, Δημήτρης Μεθενίτης

Share

Τα αγριοβότανα και η σημασία τους για το έδαφος

«Ένα απο τα σπουδαιότερα προβλήματα που απασχόλησαν και απασχολούν το γεωργό, είναι τα αγριοβότανα ή ζιζάνια που φυτρώνουν στα χωράφια και στον κήπο του. Ο γεωργός προσπαθεί με κάθε τρόπο να καταπολεμήσει τα ζιζάνια, χωρίς να γνωρίζει τη σημασία και τη σπουδαιότητά τους για την παραγωγικότητα του εδάφους του, για τη ζημιά που προκαλεί στο φυσικό περιβάλλον και για το ότι βλάπτει μέχρι εξαφάνιση σπάνια είδη όπως είναι το αγρόστεμμα (δες φωτο), το μπλουέ (μάλλον εννοεί την Centaurea cyanus), η παπαρούνα, διάφορα είδη άγριας βρώμης κ.α.» (Πηγή: 12 καθώς και όλα τα υπόλοιπα)

Ο βιολογικός καλλιεργητής οφείλει να παρακολουθεί συστηματικά τα αγριοβότανα που βγαίνουν στο χωράφι του και να δουλεύει έτσι ώστε «να σχηματιστεί μαζί με τα καλλιεργούμενα φυτά μια κοινωνία άριστα εξοικειωμένη». Παλιά οι γεωργοί άφηναν κάθε 3 ή 4 χρόνια τα χωράφια τους χέρσα (αγρανάπαυση). Τα χωράφια, στο διάστημα αυτό, αναπαύονταν, δυνάμωναν και ήταν έτοιμα για την επόμενη σπορά, με αισθητά μεγαλύτερη απόδοση. Η φυτοκοινωνία του χωραφιού θα πρέπει να έχει, όσο το δυνατόν, μεγαλύτερη βιοποικιλότητα (περισσότερα είδη) καθώς σε κάποια αγριοβότανα γίνεται η αναπαραγωγή ορισμένων εντόμων, ενώ άλλα προσελκύουν τα βλαβερά εις όφελος των κηπευτικών μας. Τέλος τα αγριοβότανα είναι πολύ καλοί δείκτες του εδάφους:

Φυτά που δηλώνουν έδαφος με μεγάλη υγρασία: Mentha arvensis (δες Μέντα), Ranunculus repens (δες Μικρο χελιδόνιο), Equisetum είδη (δες Πολυκόμπι), Tussilago farfara (δες Βήχιο), Fumaria officinalis (δες καπνόχορτο), Lamium purpureum (κάτι σα νεροτσουκνίδα).

Φυτά που δηλώνουν ξηρά και πετρώδη εδάφη: Legousia speculum veneris (δες φωτο), Erodium Cicutarium (δες Βελονίδα – Πηρουνιά), Falcaria vulgaris (δες φωτο)

Φυτά που δηλώνουν ελαφρύ και χουμώδες έδαφος: Stellaria media (δες Στελλάρια), Mercurialis annua (δες Σκαρόχορτο), Urtica urens (δες Τσουκνίδα), Galinsoga parviflora (δες φωτο), Euphorbia είδη (δες Ευφορβία).

Φυτά που δηλώνουν άζωτο στο έδαφος: Galium aparine (δες Γάλιο (Κολλητσίδα)), Chenopodium album (δες Βρωμόχορτο), Echinochloa crus-galli (δες Μουχρίτσα), Lamiaceae είδη (δες Λαμιίδες ή Χειλανθή), Urtica Dioica (δες Τσουκνίδα), Mercurialis annua (δες Σκαρόχορτο), Senecio vulgaris (δες Μαρτιάκος).

Φυτά που δηλώνουν οξύτητα πάνω απο 7 (αλκαλικό): Salvia pratensis (ένα είδος Φασκόμηλο), Onobrychis viciaefolia (δες φωτο), Viola tricolor (δες φωτο), Sinapis arvensis (δες Σιναπιά), Euphorbia chamaesyse (δες φωτο).

Φυτά που δηλώνουν οξύτητα κάτω απο 7 (όξινο): Veronica officinalis (δες Βερόνικα), Stachys arvensis (δες φωτο), Galeopsis tetrahit (δες φωτο).

Share

Ανυδρη καλλιέργεια

Η γενική ιδέα είναι ότι οργώνουμε καλά το χωράφι το φθινόπωρο για να συγκρατήσει πιο πολύ νερό, το ξανα-οργώνουμε το Γενάρη Φλεβάρη για να ενσωματώσουμε τα αγριόχορτα που έχουν φυτρώσει, το ψιλοχωματίζουμε και το πατικώνουμε στα μέσα Μαίου και φυτεύουμε τα φυντάνια μας σε βάθος 30-40 cm. Δεν ποτίζουμε ΚΑΘΟΛΟΥ. Το χωράφι δε θα πρέπει να έχει δέντρα, ούτε γύρω γύρω, για να μη τραβάνε νερό οι ρίζες τους. Επίσης το έδαφος δεν πρέπει να είναι αμμώδες ούτε επικλινές. Το καλύτερα έδαφη είναι τα ασβεστώδη και τα πηλώδη.

Περισσότερα στο βιβλίο του Κλεόνικου Σταυριδάκη «Η άνυδρη καλλιέργεια των κηπευτικών» στο οποίο περιέχονται και αρκετές φωτογραφίες.

Παραθέτω και φωτογραφίες απο τη… μισοπετυχημένη προσπάθεια του Ακάκιου. Στην αρχή πήγαιναν πολύ καλά αλλά στο τέλος χρειάστηκε και πότισμα. Γενικά είναι πολύ ελκυστική η σκέψη να βάζεις περιβόλι και να μη χρειάζεσαι νερό, ειδικά στα μέρη μας όπου υπάρχει σοβαρό πρόβλημα λειψυδρίας.

Share

Συγκαλλιέργεια

«Επιστημονικές βάσεις για τη συγκαλλιέργεια δεν υπάρχουν ακόμα… Σήμερα, οι γεωργοί και κηπουροί που καλλιεργούν βιολογικά, δοκιμάζονται και πειραματίζονται μόνοι τους ή αρκούνται στα αποτελέσματα και στην πείρα άλλων που δοκίμασαν πρωτίτερα.» (Πηγή: 12)

Απο το ίδιο βιβλίο και ο πίνακας:

Διαβάστε και το άρθρο «Συγκαλλιέργειες λαχανικών στο βιολογικό περιβόλι» απο το ftiaxno.gr.

Share

Στέβια

Οικογένεια: Αστερίδες ή Σύνθετα (Asteraceae, Korbbl?tler / Composites)

Stevia Rebaudiana Bertoni

Μια και τη βρήκαμε μπροστά μας (στον κήπο του Γιώργου)… «Το πιο πολυσυζητημένο φυτό στις μέρες μας». Από Λατινική Αμερική. Καλλιεργείται στην Κίνα, αλλά και στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. Διαβάστε στο μόνογυναίκες.gr.

Share

Ο στόλος

Άρθρο με συνθηματικό. Πληκτρολογήστε το συνθηματικό για να δείτε το άρθρο.


Share

Καλλιέργεια φυστικιάς

«Η φυστικιά ευδοκιμεί σε σχετικά βαθιά, αμμοπηλώδη, στραγγερά και ασβεστούχα εδάφη, όπου παράγει πολύ νόστιμους καρπούς…» (Διαβάστε και το υπόλοιπο στο Φυτώριο φυστικιάς). Στο Πόρτο Ράφτη οι συνθήκες είναι ιδανικές. Κάποιος παραγωγός μου είπε ότι γίνεται ένας χαμός απο φάρμακα. Πάντως, οι βιολογικές (απεριποίητες) φυστικιές του Θέμη σπάνια κάνουν φυστίκια που να αξίζουν.

Φωτο: απο τη συλλογή φυστικιών κάποιου παραγωγού στο Πόρτο Ράφτη.

Share

Κορονίλλα

Οικογένεια: Φαβίδες ή Χεδρωπά (Fabaceae, Schmetterlingsbl?tler / Legumes)

Υποοικογένεια: Ψυχανθή

Coronilla emerus

Φωτο: Γαλατάκι Κορινθίας

Share

Τραμιθιά

Οικογένεια: Ανακαρδιίδες (Anacardiaceae, Sumachgew?chse / Sumachs)

Πιστακία η τερέβινθος (Pistacia terebinthus)

Άλλα ονόματα: κοκκορεβιθιά. Απο το φυτό, που έχει έντονη ρητινούχα μυρουδιά, συλλέγεται η τερεβινθίνη, μια ρητίνη με θερμαντικές και άλλες ιδιότητες. Τα περίεργα «φρούτα» που παρουσιάζονται συχνά στις τραμιθιές δεν είναι παρά κηκίδια, έργα ημίπτερων εντόμων (Παπιομύτογλου)

 

Share

Χρυσόξυλο

Οικογένεια: Ανακαρδιίδες (Anacardiaceae, Sumachgew?chse / Sumachs)

Cotinus coggygria

ή κότινος. Θάμνος μέχρι 4 μ. Σε βραχώδεις τοποθεσίες της ημιορεινής ζώνης. Φωτο: Γαλατάκι Κορινθίας.

Share

Ευκάλυπτος

Οικογένεια: Μυρτιίδες (Myrtaceae, Myrtengew?chse / Myrtles)

Eucalyptus camaldulensis

Απο Αυστραλία, Τασμανία μεριά. Καλλιεργείται στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες για πολλούς λόγους: «Οι ευκάλυπτοι είναι δένδρα δασικά, αρωματικά, μελιτογόνα, και διακοσμητικά. Καλλιεργούνται κυρίως σε δενδροστοιχίες για την κάλυψη και εξυγίανση τελμάτων και ελών και τη δημιουργία φρακτών για την προστασία διαφόρων καλλιεργειών απο τους ανέμους. Το ξύλο τους είναι σκληρό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ορισμένων αντικειμένων (λαβές εργαλείων, κουτιά κ.α.), επίπλων κτλ. Το ευκαλυπτέλαιο που λαμβάνεται απο τα φύλλα με απόσταξη βρίσκει μεγάλη εφαρμογή στην αρωματοποιία, καραμελοποιία και κυρίως στη φαρμακευτική (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα φύλλα μαζεύονται απο τον Απρίλιο ως το Σεπτέμβριο). Έχει αντισηπτική και αντισπασμωδική ενέργεια και χρησιμοποιείται για την παρασκευή ιδιοσκευασμάτων, χρήσιμων σε παθήσεις αναπνευστικών οργάνων (βρογχίτιδα κτλ.). Ακόμη, επειδή δρα διεγερτικά στο στομάχι, χρησιμοποιείται ως ορεκτικό και χωνευτικό. Επίσης, εξωτερικά, ως απολυμαντικό, αποσμητικό και εντομοκτόνο. Η οσμή της ευκαλυπτόλης απομακρύνει τα κουνούπια. (Πηγή: 1)

Share